ξεδίψασμα

ξεδίψασμα
το
το αποτέλεσμα τού ξεδιψώ, η παύση τού αισθήματος τής δίψας («να ξέρω πως ευφραίνει σε μια σκέψη σαν ξεδίψασμα», Παλαμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεδίψασμα — το, ατος απαλλαγή από τη δίψα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δροσισμός — ο (AM δροσισμός) ελαφρά ύγρανση, δροσιά μσν. νεοελλ. 1. το ξεδίψασμα 2. ανακούφιση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”